Η Αλίκη έχει σήμερα πυρετό. Οχι πολύ, λίγο μόνο, αλλά δεν αισθάνεται καλά. Βγαίνει λοιπόν από το σπίτι για να πάει να πάρει πορτοκάλια, γιατί για κάποιο λόγο θεωρεί πως τα πορτοκάλια είναι φάρμακο, και επειδή γενικά δεν της αρέσουν τα φρούτα και ίσως πάσχει από αβιταμίνωση, έτσι πιστεύει, οπότε πάει στο μανάβη. Πάει στον μανάβη και όχι στο σούπερ μάρκετ που είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση, όμως λίγο πιό μακριά, επειδή έχει λίγο πυρετό, είναι άρα αδιάθετη και δεν θέλει να κουραστεί. Διασχίζει λοιπόν τον δρόμο και της συμβαίνει το εξής: Της έρχεται μία αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι, κάτι παιδιά που τσακώνονται στο πεζοδρόμιο αρχίζουν εκείνη την στιγμή που διασχίζει τον δρόμο πετροπόλεμο. Πολεμοφόδια βρίσκουν σε ένα σκαμένο από την ΔΕΗ η την ΕΥΔΑΠ η κάποιον άλλον σημείο του δρόμου. Το κεφάλι της Αλίκης ματώνει. Ο μανάβης βγαίνει από το μαγαζί του και κυνηγάει τα παιδιά, μια κυρία που ψωνίζει - ω τι σύμπτωση! - πορτοκάλια, παίρνει την Αλίκη από το μπράτσο και της λέει σε σπαστά ελληνικά: "Γεννήθηκα στην Οδησσό πριν πενήντα χρόνια, ο άντρας μου έπεσε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην μάχη του Στάλινγκραντ, ήταν τότε μόνο είκοσι δύο χρονών, ή μάνα μου είχε πεθάνει και η πεθερά μου με βασάνιζε, έφυγα νύχτα για την Τιφλίδα, έγινα πουτάνα, με τα λεφτά που έβγαζα σπούδαζα παράλληλα, έγινα χημικός τροφίμων, άφησα το πεζοδρόμιο και έπιασα δουλειά σε ένα εργοστάσιο, κομπόστες έφτιαχνε, ξαναπαντρεύτηκα, χώρισα όταν ο δεύτερος άντρας μου έμαθε για την ζωή, που έκανα πριν και άρχισε να με χτυπάει μεθυσμένος τις νύχτες, έφυγα για την Ελλάδα στο πορτμπαγκάζ ενός πούλμαν, δεκατρείς μέρες περπάταγα νηστική και πεινασμένη μέχρι που βρέθηκα κάπου έξω από την Καρδίτσα, εκεί δούλεψα στα χωράφια, κατόπιν ήρθα στην Αθήνα, από τότε φροντίζω γριές, αλλά οι γριές πεθαίνουν συνέχεια και εγώ μένω χωρίς δουλειά." Μιλά χωρίς να παίρνει ανάσα, κρατώντας σφιχτά το μπράτσο της Αλίκης και κοιτώντας την στα μάτια. Οταν μετά από λίγο έρχεται ο μανάβης την ρωτάει εαν είναι καλά. Πάρα πολύ καλά του απαντά η Αλίκη και γυρνάει σπίτι της. Χωρίς πορτοκάλια.
Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008
Alice in Kypseli 2
Οταν χτυπάει το κουδούνι, γιατί χτυπάει συχνά, μιά και στο ισόγειο μένουν πάρα πολλοί μαύροι, η Αλίκη υπολογίζει πως πρέπει να μένουν έως πεντακόσιοι μαύροι, οι μαύροι λοιπόν δεν έχουν λεφτά να βγάλουν αντικλείδι, όμως έχουν λεφτά για να ακούνε μουσική, όταν οι μισοί μαύροι, περίπου διακόσιοι πενήντα είναι στο διαμέρισμα και ακούνε μουσική, δηλαδή δεν ακούνε το κουδούνι, άλλοι μισοί, πάλι γύρω στους διακόσιους πενήντα, θέλουν να μπούν μέσα, αλλά δυστυχώς όχι όλοι μαζί, αλλά ένας, ένας. Ενας, ένας λοιπόν χτυπάει το κουδούνι της Αλίκης και μόλις μπεί ο ένας μέσα, θέλει μετά άπό λίγο και ο άλλος κτλ μέχρι τους διακόσιους πενήντα, στο ενδιάμεσο όμως που αυτοί που ακούγανε προηγουμένως μουσική, θέλουν να βγουν, να κάνουν καμιά βόλτα, μιά και το διαμέρισμα του ισογείου δεν τους χωράει όλους, όταν μπαίνει ένας, πρέπει να βγαίνει κάποιος άλλος. Οπότε υπάρχει συνεχής εισροή και εκροή μαύρων προς και από το ισόγειο, καθώς και δυνατή μουσική όλη την ώρα. Οταν λοιπόν χτυπάει το κουδούνι, που όπως είπαμε χτυπάει συχνά, η Αλίκη πρέπει πρώτα να ησυχάσει τον σκύλο, που έχει την πιό ισχυρή ακοή και ακούει το κουδούνι, παρόλη την δυνατή μουσική και ο οποίος γαυγίζει πάντα πρώτος, και μετά να ησυχάσει τον άλλο σκύλο, ο οποίος επίσης γαυγίζει, γιατί άκουσε τον πρώτο να γαυγίζει και έχει συμπεράνει, πως μάλλον χτύπησε το κουδούνι και κατόπιν να ησυχάσει και τον τρίτο σκύλο, που είναι κουφός αλλά έχει μάθει να διαβάζει τα χείλη των άλλων σκύλων και επίσης γαυγίζει, απλώς και μια μικρή διαφορά φάσης. Αφού λοιπόν η Αλίκη καταφέρει να ησυχάσει τα σκυλιά ενώ ακόμα χτυπάει το κουδούνι, πράγμα που πετυχαίνει πάντα μόνο εν μέρει, μια και ο κουφός σκύλος δεν σταματάει να γαυγίζει, παρόλες τις φωνές που του βάζει, μιά και δεν την ακούει, τρέχει λοιπόν στην πόρτα, ουρλιάζοντας ακόμα στα σκυλιά να κάνουν και σιωπή και ρωτάει από το θυροτηλέφωνο: Ποιός είναι; Λες και δεν ξέρει...
Alice in Kypseli 1
Η Αλίκη έφτασε εκείνη την Τετάρτη γύρω στις 04.00 το μεσημέρι στην Κυψέλη. Βαριεστημένη όπως ήταν και ζαβλακωμένη λίγο από την ζέστη άρχισε να κάνει μανούβρες για να παρκάρει σε μία γωνία πάνω στο πεζοδρόμιο, όταν εμφανίστηκε ένας ψηλός ξανθός άντρας με στολή ναυτικού, που της είπε πως είναι τροχονόμος και θα της δώσει κλήση. Η Αλίκη τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια και του είπε να είναι γιατρός και θα του δώσει σιρόπι. Ο άντρας ξαφνιάστηκε και την ρώτησε έαν πράγματι ήταν γιατρός. Γιατί εσύ είσαι τροχονόμος; ήταν ή γρήγορη απάντηση της. Ο κύριος με τα λευκά άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του νευρικά μέχρι που βρήκε ένα φθαρμένο ναυτικό φυλλάδιο και το έδωσε μέ χέρια που έτρεμαν στην έκπληκτη Αλίκη. Εκείνη το κοίταξε με ένα ύφος αηδίας και άνοιξε το στόμα της να πεί κάτι. Αυτός όμως την πρόλαβε και έβαλε το χοντρό του δάχτυλο πάνω σε ένα καφέ λεκέ: "Εκεί δεν βλέπεις; Το γράφει ΤΡΟΧΟΝΟΜΟΣ!" ¨-"Μάλιστα, κύριε τροχονόμε", του είπε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, "λοιπόν εγώ θα παρκάρω πάνω στο πεζοδρόμιο και εσείς θα με γράψετε. Πως σας φαίνεται αυτή η συμφωνία;" -" Δεν κάνω συμφωνίες, είπε ο άντρας με θυμωμένο ύφος, αν κάνω συμφωνίες με τον καθένα, θα καταλήξω να πουλάω καλάμπόκι στα περιστέρια...."
Η Αλίκη τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Στα περιστέρια; Γιατί στα περιστέρια και όχι στις κουρούνες, σκέφτηκε και του το είπε. -"Οι κουρούνες πιθανώς να είναι πιό επικερδής επιχείρηση, άλλωστε όλο και κάποιος ταίζει τα περιστέρια δεν χρειάζονται λοιπόν τις υπηρεσίες σας!" Ο άντρας κοντοστάθηκε και λίγο και της είπε: "Μοιάζετε δεσποινίς να μην γνωρίζετε τις κουρούνες όσο εγώ. Οι κουρούνες είναι μυστήρια πουλιά. Μαζεύουν το καλοκαίρι ήλιο με το τσουβάλι και τον χειμώνα ακτινοβολούν και πάντως δεν τρώνε καλαμπόκι." Και ενώ τα έλεγε αυτά μια κουρούνα ήρθε και έκατσε πάνω στο κεφάλι του. "Λοιπόν τι θα γίνει;", είπε τότε με ανυπομονησία ο άντρας, "θα το πάρετε επιτέλους το αυτοκίνητο από το πεζοδρόμιο ή να φωνάξω ρυμουλκό να το τραβήξει;" Η Αλίκη τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, κοίταξε και την κουρούνα στο κεφάλι του και είπε: "Ναι θα φύγω, θα πάω να παρκάρω αλλού". Και έφυγε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)